καινουργιοχαλασμένος

καινουργιοχαλασμένος
-η, -ο (Μ καινουργιοχαλασμένος, -η, -ον) αυτός που χάλασε ή καταστράφηκε πρόσφατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”